- αναμαλλιάρης
- -άρα, -άρικο1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά.
Dictionary of Greek. 2013.